- ρυκανιστικός
- -ή, -ό, Νβλ. ροκανιστικός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ροκανιστικός — και ρυκανιστικός, ή, ό, Ν [ροκανίζω / ρυκανίζω] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο ροκάνισμα 2. κατάλληλος για ροκάνισμα («ροκανιστικό εργαλείο») 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ροκανιστικά και ρυκανιστικά η αμοιβή τού ροκανιστή, τα πλανιστικά … Dictionary of Greek